ντροπερός
Смотреть что такое "ντροπερός" в других словарях:
ντροπερός — ή, ό 1. ντροπαλός 2. ντροπιασμένος 3. αδιάντροπος («τον ντροπερό γαυγίζοντας χαβά τους», Καζαντζάκης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ντροπή + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός)] … Dictionary of Greek